#xmas20: Η κατάρα της Πρωτοχρονιάς (11)

Διαβάστε το Μέρος Δέκατο

Μέρος Ενδέκατο
Γράφει η Αλέξα

 Η ανδρική φιγούρα δεν ήταν άλλη από τον ίδιο. Την μια στιγμή τα μάτια του έβλεπαν τον εαυτό του να βγαίνει από τον καθρέφτη, μα χρειάστηκε μία φορά να τα κλείσει και ήταν αρκετή για αλλάξουν όλα. Όταν τα άνοιξε βρισκόταν πίσω στο σπίτι του. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στεκόταν άθικτο στην γωνιά του, με το φως των κεριών να κάνει παιχνιδίσματα πάνω στα πολύχρωμα στολίδια. Τα βιβλία του να βρίσκονται στην ίδια θέση με αυτήν που τα είχε αφήσει νωρίτερα, το κρεβάτι του ακόμα ξέστρωτο και τον ίδιο να στέκεται μπροστά από τον παλιό, ολόσωμο καθρέφτη.

«Τι μου συμβαίνει;» Μουρμούρισε δυνατά και γύρισε ξανά προς το μέρος του καθρέφτη, με την απελπισία να του καίει τα σωθικά σαν εκείνη την ξυλόσομπα στο σπίτι της γριάς μάγισσας. Έκανε ένα βήμα μπροστά και εξέτασε τον εαυτό του. Έμοιαζε το ίδιο φυσιολογικός όπως κάθε άλλη φορά. Το δέρμα του ήταν άθικτο, τα ρούχα του καθαρά σαν να τα είχε μόλις φορέσει  και δεν υπήρχε κανένα σημάδι πως είχε βγει έξω. Οι εικόνες, όμως, μέσα στο μυαλό του έλεγαν κάτι απολύτως διαφορετικό. Του μαρτυρούσαν πως όλα συνέβησαν στην πραγματικότητα ακόμα και εάν δεν υπήρχε καμία άλλη απόδειξη αυτού. 

Γύρισε ξανά προς το μέρος του δωματίου του και κοίταξε το ακατάστατο κρεβάτι. Η εικόνα της Θεοδοσίας σχηματίστηκε στο μυαλό του και ένα αμυδρό χαμόγελο άρχισε να χαράζεται στα χείλη του. Την σκέφτηκε ανάμεσα τους να τον καλεί σαν σειρήνα, σαν κάτι αιθερικό. Την είδε με τα μάτια της καρδιάς του να βρίσκεται ξαπλωμένη εκεί στην αρχή με τα ρούχα να τυλίγουν το λυγερό κορμί της. Μα γρήγορα αυτά εξαφανίστηκαν και ήταν γυμνή και έτοιμη για εκείνον. Τα ξανθά της μαλλιά απλωμένα σαν φωτοστέφανο στο μαξιλάρι και τα λεπτά άκρα της σηκωμένα ψηλά να τον καλούν στην αγκαλιά της.

Και τότε κατέληξε σε ένα και μόνο συμπέρασμα. Ονειρευόταν ή μάλλον είχε εκείνον τον φρικιαστικό εφιάλτη που τον έκανε να νιώθει παγιδευμένος σε έναν φαύλο, σκοτεινό κύκλο. Η Θεοδοσία πιθανότατα να είχε φτάσει σώα και ασφαλής στους γονείς της και η γριά μάγισσα, το αγόρι, η αντρική φιγούρα και εκείνο το στοιχειό που τον κυνηγούσαν δεν ήταν πραγματικά.  

Κάγχασε και ένιωσε αφελής με τον εαυτό του. Παρόλα αυτά ήθελε να την καλέσει για να δει αν ήταν καλά, όμως, με μία γρήγορη ματιά στο παράθυρο, μπορούσε να καταλάβει πως ήταν ακόμα νύχτα και έτσι το άφησε για το ξημέρωμα. Πλησίασε το γραφείο του για να βρει κάτι ελαφρύ να διαβάσει μέχρι να του έρθει πάλι η όρεξη του ύπνου, όμως, πάγωσε μερικά βήματα μακριά. Το ανοιχτό γριμόριο από τον εφιάλτη του βρισκόταν πράγματι εκεί, ακριβώς στην σελίδα που το είχε αφήσει και τον καλούσε. Η καρδιά του άρχισε να σφίγγεται, να πονά και αμέσως άκουσε μία φωνή μέσα στο κεφάλι του που δεν άνηκε στον ίδιο. Ήταν η δική της, της Θεοδοσίας.

«Μιχάλη, έλα κοντά μου. Έλα έξω να με βρεις» του έλεγε με έναν τρόπο που θα υπνώτιζε κάθε άντρα πάνω σε αυτόν τον πλανήτη όμως όχι εκείνον. Τον τρόμαζε. Γύρισε το βλέμμα του πάλι στο παράθυρο και αυτή τη φορά με τρεμάμενα βήματα, άρχισε να το πλησιάζει.

«Ναι, έτσι γλυκέ μου. Είμαι εδώ και σε περιμένω. Έλα να με κάνεις δική σου» συνέχισε με το κάλεσμα της και ένας κόμπος μαζεύτηκε στον λαιμό του που δεν μπορούσε να τον καταπιεί. Τον έπνιγε.

Σήκωσε το χέρι του αργά και την στιγμή που τράβηξε την αραχνοΰφαντη κουρτίνα, ένιωσε σαν να πέθαινε ξανά και ξανά. Ο δρόμος ήταν ακόμα χιονισμένος και το σκοτάδι πυκνό. Η ομίχλη ήταν εκεί και ανάμεσα της αγκάλιαζε τέσσερις φιγούρες. Της γριάς μάγισσας, του αγοριού, του άγνωστου άντρα και της γυναίκας που ποθούσε μα δεν ήταν αυτή. Την Θεοδοσία.

Συνεχίζεται…


Την Αλέξα μπορείτε να βρείτε:
Instagram: blue_fox_tattoo
-Tattoo Facebook Page: Merian Blue Fox Tattoo
Author Facebook Page: Alexa Merian


Συντονιστείτε αύριο για την συνέχεια!


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s