Μέρος Έκτο
Γράφει η Έφη
Με άφησαν να φύγω πιο γρήγορα απ’ ότι περίμενα. Πριν γυρίσω σπίτι, έκανα δυο τρεις βόλτες γύρω από εκείνο το στενό, μέχρι να σιγουρευτώ ότι είχαν φύγει όλοι. Το πεδίο ήταν καθαρό, οπότε σταμάτησα μερικά βήματα πριν τον κάδο και πήρα δυο βαθιές ανάσες.
Δεν είναι τίποτα, σκέφτηκα, είναι απλά άλλη μια παραγγελία. Έφερα το κουτί πιο κοντά στο αυτί μου και το κούνησα ελαφρά. Έκανε έναν ανεπαίσθητο κουδουνιστό ήχο, και ήταν πολύ πιο ελαφρύ απ’ ότι φαινόταν. Η περιέργειά μου, που ποτέ δεν ήταν πιο έντονη, με ωθούσε να λύσω τον βελούδινο πράσινο φιόγκο και να κοιτάξω μέσα. Τι είναι μια ματιά; Η περιέργεια όμως, λένε, σκότωσε τη γάτα, οπότε με αποφασιστικά βήματα άφησα το δέμα δίπλα στον βρώμικο μπλε κάδο, που μόνο μπλε δε φαινόταν πια.
Η περιέργεια μπορεί να σκότωσε τη γάτα, η ικανοποίηση όμως την ανέστησε.
Γονάτισα στην κρύα άσφαλτο και έλυσα με γρήγορες κινήσεις το φιόγκο. Σήκωσα το καπάκι ίσα ίσα μια χαραμάδα, και μόλις είχα προλάβει να δω κάτι χρυσό να αστράφτει, όταν άκουσα ένα ζευγάρι τακούνια να χτυπάνε το δρόμο πίσω μου.
«Τα πήγαινες τόσο καλα… Μέχρι τώρα. Κρίμα, φαινόσουν πολλά υποσχόμενος.»
Η ντετέκτιβ Γκίνη στεκόταν με τα χέρια στη μέση της και με κοίταζε με το ένα φρύδι σηκωμένο. Μα αφού είχα ελέγξει ότι όλα τα αυτοκίνητά τους είχαν φύγει, πώς γίνεται…
«Κοτσύφι, εδώ καρδερίνα. Τον κρατάω. Ειδοποίησε τον αετό.»
Ο ασύρματος μουρμούρισε κάτι χιόνια και πριν προλάβω καν να καταλάβω τι είχε πει, η γυναίκα κρατούσε τον καρπό μου πίσω απ’ τη μέση μου.
«Δεν καταλαβαίνετε, δεν είχα άλλη επιλογή, με απείλησε…»
«Σκάσε πια. Ακόμα να καταλάβεις τι συμβαίνει;» Η φωνή της δεν ακουγόταν νευριασμένη, ίσα ίσα, είχε κάτι παιχνιδιάρικο στη χροιά της. Γύρισα διστακτικά το βλέμμα μου σ’ εκείνη, που ήδη βρισκόταν στο πλάι μου, και είδα στο μισόφωτο το προφίλ της. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σ’ έναν στιλπνό κότσο χαμηλά στο σβέρο της, τακτοποιημένα πίσω απ’ το αυτί της. Που φαινόταν πιο μυτερό από το φυσιολογικό.
Αισθάνθηκα ξαφνικά δέκα κιλά μολύβι στο στομάχι μου, αλλά πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, ακούστηκαν βήματα μερικά μέτρα παραπέρα. Μέσα από τις σκιές εμφανίστηκε ο μαυροντυμένος άντρας με τον ασύρματο, υποθέτω αυτό το Κοτσύφι, και πίσω του… Όχι. Όχι. Δε γίνεται. Πίσω του, με αργές κινήσεις, εμφανίζεται η μορφή που δεν είχα καταφέρει να πετάξω απ’ τις αναμνήσεις μου. Όλα ήταν όπως πριν, η κόκκινη στολή, τα γάντια, η μυτερή, παχιά γενειάδα, τα σπασμένα γυαλιά, τα κιτρινισμένα δόντια τραβηγμένα σε ένα χαμόγελο που είχα μάθει από μικρός να συνδυάζω με το πνεύμα των Χριστουγέννων. Τώρα, όμως, στην καρδιά μου δεν είχα ούτε ψήγμα θαλπωρής και αγάπης. Στην καρδιά μου είχα μόνο φόβο, κρύο, σκοτεινό πανικό.
«Σ’ το είχα πει… Είσαι σίγουρος ότι δεν έκανες σκανταλιές; Το όνομά σου είναι εδώ, στη λίστα μου».
Μην ξεχάσετε να διαβάσετε:
Μέρος Πρώτο – Γράφει η Γιώτα
Μέρος Δεύτερο – Γράφει ο Αλέξης
Μέρος Τρίτο – Γράφει η Φρειδερίκη
Μέρος Τέταρτο – Γράφει η Χαρά
Μέρος Πέμπτο – Γράφει η Νάντια
Την Έφη μπορείτε να βρείτε στο instagram: effiekeph
7 σκέψεις σχετικά με το “#xmas19: Ένας Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης (6)”