Μετά από πολύ καιρό να’ μαι πάλι εδώ κοντά σας.
Το βιβλίο που θα σας μιλήσω ίσως οι περισσότεροι το γνωρίζουν. Όμως πιστεύω ότι αξίζει να σταθούμε και να πούμε μερικά λόγια για αυτό. «Ο ΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ» ANTHONY HOROWITZ Τέλος!!!!
Μόνο το όνομα του συγγραφέα τα λέει όλα.
Για το συγγραφέα θα ήμουν ο τελευταίος που θα μπορούσε να πει έστω και δύο λόγια. Εξάλλου αν δεν τον γνωρίζει κάποιος μπορεί να τον μάθει από το ίδιο του το βιβλίο. Ο μαν ξέρει να πλασάρει άριστα τον εαυτό του. Στο τέλος του βιβλίου σε 13 σελίδες γράφει το πως το έγραψε και ποιος είναι. Επίσης, στην αρχή του βιβλίου στην ελληνική έκδοση, η εκδοτική έχει βάλει το Βασίλη Αθανασιάδη να γράψει κάποια λόγια για το συγγραφέα. Μπράβο στο παλικάρι δεν χάνει καθόλου από το συγγραφέα.
Τώρα για το βιβλίο. Ο Οίκος του Μεταξιού είναι, ένα μυθιστόρημα με δύο ιστορίες που εξελίσσονται ταυτόχρονα, μα στο τέλος… δεν σας λέω, δεν σας λέω γιατί θα είναι ένα τεράστιο σπόιλερ. Ο Σέρλοκ είναι ένας τύπος, όπως τον έχουμε γνωρίσει από τα παλιά και όχι όπως τον έχουμε γνωρίσει στις ταινίες, τουλάχιστον τις τελευταίες. Ο πρωταγωνιστής, βέβαια, δεν είναι άλλος από τον Γουάτσον. Ένας συγγραφέας, δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε συγγραφέα, αν και όλη τη βρώμικη δουλειά (όπως λένε σε τέτοιες περιπτώσεις) την κάνει ο Χόλμς.
Ο Horowitz σαν σεναριογράφος που έχει γυρίσει πολλές σειρές στην TV, έχει δημιουργήσει στο βιβλίο του σκηνές που νομίζεις ότι νιώθεις αυτό που αισθάνονται οι πρωταγωνιστές του βιβλίου. Νιώθεις το κρύο που σε σουβλίζει στα στενά σοκάκια του Λονδίνου. Η ζέστη που αναδύει το τζάκι. Η αδρεναλίνη ενός κυνηγητού με άμαξα. Αυτό το βιβλίο τα έχει όλα. Τέχνη στο λόγο, φαντασία, όμορφες εικόνες, το αναπάντεχο και την έξαψη.
Όταν το διάβαζα μου ξύπνησε ένα αίσθημα που είχα να νιώσω χρόνια. Πριν πολλά χρόνια κάναμε τις ετοιμασίες για το γάμο μας με τη σύζυγό μου, Γιώτα. Ψάχναμε να βρούμε ένα κουστούμι για το γάμο. Ο αδερφός μου μας μαζεύει όλους σε ένα αυτοκίνητο, μόνο στο πορτ μπαγκάζ δε βάλαμε άτομο, αν και είχαμε αλλά τον αφήσαμε σπίτι. Εγώ ο αδερφός μου, η νύφη μου, η μάνα μου και η μετέπειτα σύζυγός μου μπήκαμε στο μαγαζί. Το μαγαζί μεγάλο για αυτό το ψάχναμε σπιθαμή προς σπιθαμή, λες και θα βρίσκαμε το δισκοπότηρο. Εκείνο το βράδι, γιατί βράδυ ήταν, και μετά από τη δουλειά –παίζει ρόλο λόγω κούρασης κλπ. Εμείς να ψάχνουμε το δισκοπότηρο, σόρρι το κουστούμι. Εκείνο το βράδυ δοκίμασα πολλά μα πάρα πολλά κοστούμια (ποτέ μα ποτέ μη πάτε να ψωνίσετε με πολύ κόσμο. Γιατί; ο καθένας έχει τη δική του γνώμη).
Οσάν μανεκέν, που λένε, έβαζα και έβγαζα ώσπου κάποια στιγμή έρχεται η Γιώτα με ένα κοστούμι τα χέρια να δοκιμάσω, κοιτάζω την ετικέτα, η τιμή του ήταν όχι απλά απαγορευτική αλλά ούτε για να το ακουμπήσουμε στα χέρια. «Φόρα το» μου λέει, «μόνο να το δούμε πάνω σου δεν θα το πάρουμε».
Τελικά να μην τα πολυλογούμε, δεν μπορείς να πεις όχι στη Γιώτα, το φόρεσα. Το κοστούμι λες και ήταν ραμμένο πάνω μου. Ταίριαξε στο σώμα σαν ένα το γάντι στο χέρι σου. Το ύφασμα απαλό σαν κασμίρι (πιστεύω, δεν έχω φορέσει ποτέ μου), σαν μετάξι (έχω φορέσει μια φορά). Η αίσθηση της τελειότητας, δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μας, γιατί δεν μπορούσαμε να το πάρουμε.
Αυτή την τελειότητα λοιπόν ένιωσα όταν διάβαζα αυτό το βιβλίο.
Τέλειο! Μπράβο κύριε Horowitz.
Όσο για το κοστούμι που πήρα; (Για να τελειώσω την ιστορία). Πήρα χωρίς καν να δοκιμάσω το άλλο κοστούμι που κράταγε στο άλλο χέρι της η Γιώτα.
Τώρα για τα πατουσάκια που θα έβαζα σ’ αυτό το βιβλίο;
Ποιος ασχολείται με γατήσια πατουσάκια όταν διαβάζεις ένα τόσο πλήρες βιβλίο;