Γκόλτσος, Α. (2019). Οδηγός Φόνων. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Ξεκινάμε το crimaython2020 με κριτική ενός βιβλίου που έχω διαβάσει αρκετό καιρό τώρα, αλλά είμαι άχρηστη και αδικαιολόγητη και δεν ανέβασα ποτέ τίποτα εδώ. Έφτιαξα, όμως, ένα βιντεάκι που ανέβασα στο IGTV και σας το αφήνω στο τέλος αυτού του άρθρου.
Αρχικά, το βιβλίο μου το έστειλαν οι Εκδόσεις Μεταίχμιο και τους ζητώ συγνώμη για αυτήν την κριτική. Θα είμαι καλό κορίτσι κύριε Μεταίχμιο… να μου στείλετε κι άλλα.
Επιγραμματικά: Η ιδέα της ιστορίας ήταν αρκετά έξυπνη. Η γραφή του Γκόλτσου ήταν καλή. Ο πρωταγωνιστής εκνευριστικός.
Κάτσε να εξηγήσω:
Το βιβλίο ακολουθάει ένας συγγραφέα, τον Αλκιβιάδη Πικρό, ο οποίος έχει πιάσει πάτο στην ζωή του και ένας «φανατικός θαυμαστής» του στέλνει πρόταση να γράψει την συνέχεια ενός πραγματικού φόνου σε μορφή αστυνομικού μυθιστορήματος και να τον πληρώνει ανά κεφάλαια. Ο Πικρός δέχεται γιατί, όπως είπα και παραπάνω, έχει φτάσει στον πάτο, μέχρι που ανακαλύπτει ότι αυτό ο «φανατικός θαυμαστής» είναι στην πραγματικότητα ο δολοφόνος. Πανέξυπνη ιδέα και ήταν αυτό που με κίνησε να το διαβάσω.
Το θέμα είναι ότι μέσα σε αυτήν την ιστορία έχανες πολλά plot points, τα οποία ο συγγραφέας τα θεωρούσε πως έπρεπε να τα ξέρεις. Εδώ να προσθέσω ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί την συνέχεια (αν και δεν το λέει πουθενά αυτό) του βιβλίου «Η Αφιέρωση» του Γκόλτσου και ο χαρακτήρας του σχεδόν σε όλη την διάρκεια του βιβλίου αναπολεί γεγονότα που έχουν γίνει πριν την υπόθεση του «Οδηγός Φόνων». Αυτό σημαίνει ότι συνεχώς γινόταν αναφορές σε πράγματα που δεν γνώριζα και μπερδευόμουν με αποτέλεσμα να δυσκολεύομαι να ακολουθήσω την εξέλιξη του ίδιου του χαρακτήρα αλλά και την ανάπτυξη των σχέσεων του με άλλους χαρακτήρες, όπως για παράδειγμα την Άννα και τα λοιπά.
Το άλλο θέμα που είχα με την πλοκή είναι ότι ήταν σαν να είχε ο συγγραφέας πολλές ιδέες αλλά δεν ήθελε να κάνει δύο διαφορετικά βιβλία. Δεν μπορώ να επεκταθώ αρκετά γιατί θα κάνω σπόιλερ και δεν θέλω. Αυτό, όμως, που θέλω να τονίσω είναι ότι κάποια στιγμή μπλέκονται παραπάνω από ένας δολοφόνος και από εκεί ξεκινάει η πλοκή να διαλύεται.
Όσον αφορά την γραφή, την θεώρησα αρκετά καλή. Ξέρουμε ότι ο Γκόλτσος ξέρει να γράφει και φαίνεται με την πρώτη ευκαιρία. Το θέμα είναι (γιατί προφανώς, σιγά μη δεν είχα θέμα) ότι γίνεται συχνή εναλλαγή μεταξύ γ’ ενικού και α’ ενικού. Τι εννοώ; Εννοώ ότι από εκεί που μιλάει ο παντογνώστης αφηγητής, ξαφνικά αφηγητής γίνεται ο Πικρός, δηλαδή ο πρωταγωνιστής, και μετά γυρνάμε ξανά στον παντογνώστη. Το θεώρησα αχρείαστο μιας και με το να συνέχιζε στο γ’ ενικό θα κατάφερνε αυτό που ήθελε να καταφέρει, τουλάχιστον έτσι όπως το συνέλαβα εγώ. Επιπλέον, κάποιες φορές πήγαινε γρήγορα και κάποιες φορές αρκετά αργά με αποτέλεσμα να αναρωτιέμαι «γιατί το κάνει αυτό».
Τέλος ας μιλήσουμε λίγο για τους χαρακτήρες μιας και αποτελούν το 70% τις επιτυχίας ενός βιβλίου, τουλάχιστον κατ’ εμέ.
Ο Αλκιβιάδης Πικρός ήταν ο πιο εκνευριστικός πρωταγωνιστής που έχω διαβάσει. Αυτό ήταν που λάτρεψα σε αυτό το βιβλίο. Είναι, θεωρώ, πολύ εύκολο να γράψεις συμπαθητικούς χαρακτήρες. Να γράψεις, όμως, ενοχλητικούς χαρακτήρες χωρίς να κάνεις τον αναγνώστη να θέλει να κλείσει το βιβλίο, είναι πολύ δύσκολο. Αυτό κατάφερε ο Γκόλτσος. Έγραψε έναν χαρακτήρα ενοχλητικό και εκνευριστικό, ενώ ταυτόχρονα μένει αξιομνημόνευτος. Πιο πιθανό να θυμάμαι τον Πικρό παρά κάποιον που συμπάθησα σε κάποιο άλλο βιβλίο.
Το θέμα ήταν ότι κάπου εκεί σταμάτησε η ανάπτυξη του χαρακτήρα του. Εννοώ ότι ο Πικρός μπήκε στο βιβλίο ήδη έτοιμος σαν χαρακτήρας και βγήκε από το βιβλίο απαράλλακτος. Μπορεί να προσπάθησε στην τελευταία παράγραφο να δείξει ότι κάτι έλαβε ο Πικρός, σαν μάθημα θέλετε (;), σαν ανάπτυξη θέλετε (;), όπως θέλετε πείτε το, αλλά στην πραγματικότητα δεν έγινε τίποτα. Δεν φάνηκε να μαθαίνει κάτι. Δεν φάνηκε να αλλάζει κάπως τις συνήθειες του. Δεν φάνηκε καν να γίνεται λίγο πιο συμπαθητικός. Έμεινε ίδιος. Με εκνευρίζει αρκετά όταν ο χαρακτήρας δεν έχει κάποια ανάπτυξη μέσα στο βιβλίο γιατί έτσι είναι σαν να λες ότι κανένα από αυτά που έγιναν δεν είχε σημασία και άμα δεν είχαν σημασία τότε γιατί έγιναν;
Συνεχίζουμε στην μη ανάπτυξη χαρακτήρων και στο υπόλοιπο βιβλίο. Είχαμε δύο χαρακτήρες που ήρθαν από το προηγούμενο βιβλίο. Μια γυναίκα και ένας άντρας. Θεώρησα ότι δεν χρειαζόταν να προστεθούν στο βιβλίο γιατί δεν έδωσαν κάτι παραπάνω στην ιστορία, αλλά αποτέλεσαν μια σύνδεση με το παρελθόν. Κάποια στιγμή την γυναίκα την έδιωξε και πραγματικά αυτήν την στιγμή δεν μπορώ να θυμηθώ τι άλλο έκανε. Για λίγο θεώρησα ότι θα αποτελούσε το ερωτικό ενδιαφέρον αλλά όχι, ούτε αυτό.
Το ερωτικό ενδιαφέρον αποτέλεσε μια άλλη κοπέλα που την είδαμε δύο φορές, σε αυτό το βιβλίο τουλάχιστον. Λίγο φλέρταραν αλλά όχι κάτι το ιδιαίτερο και ξαφνικά την σπίτωσε και την ερωτεύτηκε και την λάτρεψε και αποτέλεσε και βασική βοήθεια στις τελευταίες 20 σελίδες. Με μπέρδεψε αρκετά γιατί ούτε για αυτήν είδαμε κάτι διαφορετικό από αυτό που είχε παρουσιάσει ο συγγραφέας στην αρχή. Δηλαδή φαινόταν ότι υπήρχε στην πλοκή μόνο για να υπάρχει ένα ερωτικό ενδιαφέρον, τίποτα άλλο. Μας έδωσε και αρκετές σελίδες με τον Πικρό να ξερογλείφεται από πάνω της.
Ο αστυνομικός ήταν αρκετά καλός μέχρι που εμφανίζει μια γυναίκα αστυνομικό στην οποία ο Αλκιβιάδης, και ο συγγραφέας, αναφερόταν μόνο ως δύο κινούμενες μπάλες… για το στήθος της… που ήταν μεγάλο… έλεος. Δεν είχε κάποια προσθήκη στην ιστορία. Δεν πρόσθεσε τίποτα στην εύρεση του δολοφόνου. Απλά τόνιζε τον σεξισμό στο τμήμα και γενικά των αντρών που την περιτριγύριζαν.
Γενικά όλο το βιβλίο είχε πολλά θέματα και φάνηκε στο τέλος που απλά δεν έδωσε την κλιμάκωση που δίνουν τα καλά αστυνομικά. Είχε ένα καλό plot twist, αλλά ήρθε τόσο νωρίς που το τέλος δεν με εξέπληξε και η κλιμάκωση που θέλαμε στην αποκάλυψη δεν με ικανοποίησε για πολλούς λόγους που δεν μπορώ να πω λόγω spoilers. Το θέμα, όμως, μένει και χωρίς να εξηγήσω τι εννοώ, δηλαδή δεν είχε κλιμάκωση και χάθηκε ένα ολόκληρο story line έτσι, για κανένα λόγο.
Στεναχωρήθηκα αρκετά που δεν λάτρεψα αυτό το βιβλίο, γιατί το ήθελα πάρα πολύ και μου φαινόταν τόσο έξυπνο και ωραίο. Μπορεί να φταίει ότι περίμενα πολλά από εκείνο και με απογοήτευσε ή μπορεί να φταίει το ίδιο το βιβλίο. Δεν είναι στο χέρι μου να το πω. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι μπορούσε να είχε δώσει πολλά και δεν τα έδωσε.
Απογοητεύτηκα ναι. Δεν θεωρώ ότι δεν πρέπει να το διαβάσει κάποιος, απλά να μπει με χαμηλωμένο πήχη στις σελίδες του. Αξίζει σαν ανάγνωσμα δεν αντιλέγω, απλά δεν έκανε αυτό που ήθελα εγώ.
Αυτά, λοιπόν, από μένα. Σας αφήνω και το βιντεάκι εδώ για άμα θέλετε να το δείτε.
Σας αφήνω, λοιπόν, και ελπίζω να διαβάζεται πολύ και να περνάτε καλά. Τα λέμε στο επόμενο άρθρο.
