1 Οκτώβρη 1945
Αγαπημένε μου,
Πέρασε ένας μήνας από την τελευταία φορά που σου έγραψα. Θα είσαι ήδη ευτυχισμένος με την άλλη την γυναίκα. Δεν πειράζει και εγώ στην θέση σου αυτό θα έκανα. Θα παντρευόμουν. Θα έφευγα μακριά από ότι με πονάει. Αυτό που με πονάει είσαι εσύ να το ξέρεις αυτό καλά. Δεν έχω όμως σε ποιον άλλο να γράψω.
Μην νομίζει ότι δεν έχω τις κατακτήσεις μου. Να ξέρεις δεν είμαι τόσο αθώα όσο πιστεύεις. Κάθε μέρα έρχεται ένας νοσοκόμος και μου φέρνει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. «Ένα Ρόδο για το πιο όμορφο λουλούδι» λέει κάθε φορά. Είναι ψιλός και γεροδεμένος. Έχει κατάξανθα μαλλιά και καστανά μάτια. Η αδερφή μου λέει ότι είναι ο Άδωνις επί γης. Είναι αστείο. Φλερτάρω μαζί του κάθε φορά και εκείνος μαζί μου ενώ ξέρει ότι οι μέρες μου είναι μετρημένες στα χέρια. Κάθε φορά που του χαμογελάω έτσι όπως χαμογέλαγα σε εσένα νιώθω τύψεις. Αντίθετα με εσένα δεν μπορώ να τα αφήσω όλα να γλιστρήσουν μακριά μου όπως έκανες εσύ. Σε αγαπάω ακόμα και πονάει, αλλά όχι τόσο πολύ όσο στην αρχή. Στην αρχή πέταγα πράγματα. Φώναζα. Έβριζα. Ακόμα έχω την πληγή στο μπούτι μου από ένα κομμάτι του πορσελάνινου βάζου που κάποτε κοσμούσε το κομοδίνο μου. Χρειαζόμουν ηρεμιστικά, δεν μπορώ να το αρνηθώ το πήρα πολύ άσχημα. Το καταλαβαίνω πλέον. Σου υπόσχομαι ότι το καταλαβαίνω. Και εγώ στην θέση σου αυτό θα έκανα… ή έστω νομίζω ότι θα το έκανα. Δεν ξέρω δεν έχω βρεθεί στην θέση σου.
Ο Κωνσταντίνος, ο νοσοκόμος που σου έλεγα, μου είπε ότι εσύ έχασες γιατί είμαι ότι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε έναν άντρα. Ξέρει να ρίχνει μια κοπέλα. Δεν ξέρω ποιος έχασε αλλά ξέρω ότι και οι δύο κερδίσαμε μια ιστορία για έναν μεγάλο έρωτα που μπορούμε να λέμε στα παιδιά μας. Εσύ τουλάχιστον θα λες, εγώ δεν ξέρω άμα φτάσω σε αυτό το σημείο.
Βέβαια, μου λείπεις. Μου λείπεις τόσο πολύ. Μου λείπουν τα αστεία σου που μόνο εγώ καταλάβαινα. Μου λείπει το μπράτσο σου γύρω μου να με ζεσταίνει. Μου λείπουν τα σημειώματα που μου έβαζες στο χέρι όταν κανένας άλλος δεν κοίταζε. «Υ/Σ: Σε αγαπώ» έγραφες πάντα στο τέλος. Μου λείπει το στραβό χαμόγελο σου όταν έλεγα ότι δεν είμαι όμορφη και ο τρόπος που με σήκωνες από το πηγούνι για να με κοιτάς στα μάτια όταν μου έλεγες πως με αγαπάς. Μου λείπουν οι βόλτες με το ποδήλατο σου. Μου λείπουν οι βουτιές στην λίμνη με τα ρούχα γιατί απλά μπορούσαμε. Μου λείπεις εσύ με όλα τα στραβά και τα καλά σου. Μερικές φορές ονειρεύομαι ακόμα ότι εμφανίζεσαι στο δωμάτιο μου και μου λες ότι τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια και ότι με αγαπάς. Αυτά τα όνειρα έχουν αρχίσει να ξεφτίζουν το ομολογώ, αλλά αυτή η ελπίδα ότι θα σε δω έστω και για λίγο, έστω και σαν παραίσθηση, έστω από το παράθυρο επειδή έτυχε να περνάς από εδώ κοντά, κάνει την καρδιά μου να φτερουγίζει. Γιατί σε αγαπάω τόσο πολύ; Πες μου γιατί;
Όλα αυτά που ζήσαμε μου φαίνονται μια ολόκληρη ζωή πίσω. Εσύ βρίσκεσαι στην καινούργια σου ζωή και εγώ στην κόψη της δική μου. Ο βήχας έχει αρχίσει να γίνεται πιο δυνατός, οδυνηρός, επίπονος. Κάθε φορά νιώθω τα πνευμόνια μου έτοιμα να σκάσουν. Πυρετοί έρχονται και φεύγουν σχεδόν συνέχεια τον τελευταίο μήνα. Λίγο να κοπώ αιμορραγώ ασταμάτητα. Ανοίγει η μύτη μου εύκολα, βουλώνουν τα αυτιά μου. Είναι τρομακτικό τόσο τρομακτικό. Ποιος όμως θέλει να ακούσει τέτοια πράγματα. Θα είχες το δίκιο με το μέρος σου άμα σταμάταγε να διαβάζεις μετά από αυτό.
Αχ μοιραίε μου έρωτα τι να πω, μάλλον αυτή η ζωή δεν ήταν φτιαγμένη για εμένα. Μπορεί να τα πούμε σε κάποια άλλη ζωή. Σε φιλώ άγγελε μου. Καληνύχτα.
Για πάντα δικιά σου,
Ρόζα
Τα χέρια της Μελίνας έτρεμαν. Η ανάσα της ήταν ακανόνιστη. Τα μάτια της έτσουζαν, μπορεί από την σκόνη μπορεί και από κάτι άλλο που ερχόταν από τόσο βαθιά μέσα στα σωθικά της. Σήκωσε το κεφάλι της. Κοίταξε τον κόσμο γύρω της και της φάνηκε τόσο θολός, τόσο ψεύτικος. Η κοπέλα αυτή ήταν στο τέλος της ζωή της ενώ η ίδια ήταν στην αρχή. Πίστευε ότι τα πάντα τέλειωσαν με αυτήν την μετακόμιση αλλά διαβάζοντας τα λόγια αυτού του ετοιμοθάνατου κοριτσιού ένιωθε ότι ήταν απλά στην αρχή, σε μια τρομακτική αρχή που είχε πολύ μπροστά της.
Κοίταξε το κουτί που είχε πλέον αφήσει στο πάτωμα. Μέσα υπήρχε ένα μόνο γράμμα ακόμα. Το τελευταίο γράμμα πριν…. Κούνησε το κεφάλι της για να βγάλει την σκέψη. Μπορεί να υπήρχε ένα γράμμα γιατί μετά έγινε καλά και δεν χρειάστηκε να γράψει άλλα, ή απλά είναι το αντίο της σε αυτόν τον Ρωμαίο γιατί αποφάσισε να κλεφτεί και να φύγει με τον Κωνσταντίνο. Ήθελε ένα ωραίο τέλος για την Ρόζα αλλά φοβόταν ότι δεν θα υπήρχε «Και ζήσανε αυτοί καλά».
Σήκωσε το τελευταίο γράμμα. Στραβοκατάπιε. Ο φάκελος δεν έγραφε τίποτα απέξω. Έβγαλε το χαρτί. Παρατήρησε ότι τα στριφογυριστά τέλεια γράμματα της θύμιζαν περισσότερο μουτζούρες παρά λέξεις. Σε μερικά σημεία είχε ξεραμένο αίμα. Πήρε μια ανάσα και άρχισε να διαβάζει.
Συνεχίζεται…
Μια σκέψη σχετικά μέ το “#story: Γράμματα από το παρελθόν (Μέρος 3)”