#effiekeph: Where Did the Time Go?

Another week, another Saturday κι εγώ εδώ, όπως πάντα συνεπής (παρακαλώ να μην ακουστούν γέλωτες). Παιδιά δεν ξέρω πώς, αλλά κάποιος έκοψε ώρες απ’ την ημέρα. Δε γίνεται να είναι όντως εικοσιτέσσερις, είναι ξεκάθαρα λιγότερες. Δεν προλαβαίνω τίποτα, ούτε να κοιμηθώ, ούτε να γράψω (όχι, καμία δικαιολογία, σουτ), ούτε καλά καλά να κάνω μπάνιο. Θενκ γκαντ για το ξηρό σαμπουάν.

Και θέλω λίγο να μείνουμε σε αυτό, στο «δεν υπάρχει χρόνος». Βασικά, στο ότι ο χρόνος, όσο μεγαλώνεις (πατημένα 23 παρακαλώ), περνάει εντελώς διαφορετικά. Θυμάμαι στην πρώτη Δημοτικού είχα μείνει δυο τρεις φορές ξύπνια όλο το βράδυ – ναι, όλο το βράδυ – και διάβαζα. Είχα πάρει όλα μου τα βιβλία δίπλα στο κρεβάτι μου και πήγαινα απ’ το ένα στο άλλο, μέχρι που μπήκε η μαμά μου στο δωμάτιο να με ξυπνήσει για να πάω σχολείο. Την πρώτη φορά τη σκαπούλαρα, με άφησε να κοιμηθώ, αλλά τη δεύτερη… Ας πούμε ότι ήταν η πρώτη φορά που έμαθα πόσο αναπαυτικό είναι το θρανίο όταν νυστάζεις.

Θυμάμαι επίσης πιο μετά, όταν είχε βγει το έβδομο βιβλίο του Χάρι Πότερ και μου το είχε πάρει δώρο ο μπαμπάς για τα γενέθλιά μου, το άνοιξα κατευθείαν και ξάπλωσα φαρδιά-πλατιά στον καναπέ. Ούτε που κατάλαβα ότι έφυγαν για να πάνε την αδερφή μου σ’ ένα πάρτι, τους κατάλαβα όταν ήρθα κι άκουσα τον μπαμπά να με ρωτάει έκπληκτος «μα καλά, δεν κουνήθηκες καθόλου εσύ;». Μέσα σε δυο-τρεις ώρες είχα βγάλει το μισό βιβλίο, κι ούτε που το κατάλαβα.

Κάθομαι λοιπόν κι αναρωτιέμαι η δόλια, πού πήγε αυτή μου η ικανότητα; Για να μιλήσω με παραδείγματα, μου έχει δώσει η Ερατώ το «Κάραβαλ» και δεν έχω προλάβει να διαβάσω σχεδόν τίποτα! Κι όχι ότι το βιβλίο δεν κυλάει, η γραφή της Στέφανι Γκάρμπερ είναι υπέροχη. Όχι, το πρόβλημα είμαι εγώ. Κρατάω το βιβλίο στα χέρια μου και δε νιώθω πια να χάνομαι μέσα του, κι ας είναι η πιο όμορφη ιστορία. Άλλα χίλια πράγματα ζητούν διαρκώς την προσοχή μου, άλλα τόσα είναι μονίμως μέσα στο κεφάλι μου, και δε με αφήνουν να βυθιστώ όπως βυθιζόμουν.

Θυμάμαι ας πούμε την πρώτη φορά που διάβασα το «Μελανόκαρδο» της Κορνέλια Φούνκε, ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία όλων των εποχών. Θυμάμαι να νιώθω σχεδόν έξω από το σώμα μου, να βλέπω πιο καθαρά τα βουνά της Ιταλίας που έβλεπε η Μέγκι από τους τοίχους του δωματίου μου. Να νιώθω το φόβο της, να ακούω σχεδόν την ανάσα της. Ή όταν ακόμη διάβαζα την τριλογία «Έρωτας Πέρα Απ’ το Χρόνο» (κάπου εδώ η Ερατώ ενθουσιάζεται). Τα χρώματα, οι ήχοι, οι μυρωδιές, ήταν όλα πιο αληθινά από τον αέρα που ανέπνεα εκείνη τη στιγμή. Κάθε φορά που άνοιγα ένα βιβλίο, ήξερα ότι είναι σαν να κλείνω εισιτήριο για ένα εκπληκτικό ταξίδι, που ακόμη κι αν είχα πάει δεκάδες φορές, πάντα έκρυβε κάτι καινούργιο, κάτι μαγικό.

Μου λείπει πολύ αυτό το ταξίδι. Μου λείπει το να μπορώ να αφήνω όλες μου τις σκοτούρες πίσω μου, να σιωπούν όλα όταν ανοίγω το εξώφυλλο ενός γνώριμου βιβλίου. Πιθανότατα κάποια μέρα να το ξαναζήσω, δε θέλω να είμαι δραματική, αλλά μέχρι τότε θα συνεχίζω να διαβάζω έτσι, από πείσμα. Τα βιβλία άλλωστε έχουν αυτό το καλό – είναι πάντα εκεί για εμάς. Μένει μόνο να τα σηκώσουμε απ’ το ράφι.


Άμα θέλετε να διαβάσετε τα υπόλοιπα άρθρα της Έφης πατήστε εδώ.

2 σκέψεις σχετικά με το “#effiekeph: Where Did the Time Go?

Σχολιάστε