#story: Γράμματα από το παρελθόν (Μέρος 1)

«Ανέβασε αυτό το κουτί στην σοφίτα». Το βλέμμα της Μελίνας έπεσε πάνω σε ένα χάρτινο κουτί που βρισκόταν δίπλα από το τραπέζι της κουζίνας. Κοίταξε ξανά την μητέρα της. «Γιατί εγώ;» γκρίνιαξε δείχνοντας τον αδερφό της που καθόταν στον καναπέ και έπαιζε με το gameboy του. «Γιατί το είπα σε εσένα» το επικριτικό βλέμμα της μητέρας της την τρύπησε. Κατέβασε το κεφάλι της και άρπαξε το κουτί, που προς μεγάλη της έκπληξη ήταν αρκετά ελαφρύ.

Στάθηκε στην μέση της σκάλας και κοίταξε το κτήριο που έγινε σπίτι της πριν από δυο βδομάδες όταν η μητέρα της χώρισε με τον πατέρα της και τους πήρε να μείνουν στον παππού της. Θα μπορούσε να στεναχωρηθεί για τον χωρισμό των γονιών της αλλά το προτιμούσε από τους ασταμάτητους καυγάδες που είχαν κάθε βράδυ τον τελευταίο χρόνο. Αυτό που την στεναχώρησε ήταν που χρειάστηκε να φύγει από το σπίτι που γνώριζε σαν δικό της εδώ και δεκαεφτά χρόνια, και να μετακομίσει στην άλλη άκρη της Ελλάδας. Αναγκάστηκε να αφήσει τους φίλους της, τα μέρη που σύχναζε, το σχολείο της όλα. Ήταν για ένα χρόνο το ήξερε και μετά θα πέρναγε σε ένα Πανεπιστήμιο στην Αθήνα και θα γύρναγε πίσω. Θα τους έβλεπε ξανά όλους. Ήταν όμως επίπονο να χρειάζεται να ζήσει την πρώτη μέρα του σχολείου ξανά από την αρχή.

Ξεφύσηξε και συνέχισε να ανεβαίνει. Τουλάχιστον αυτό το σπίτι ήταν ευρύχωρο, όχι σαν το διαμέρισμα στο οποίο στριμώχνονταν στο Μενίδι. Επιτέλους είχε το δικό της δωμάτιο ολομόναχη, χωρίς τον αδερφό της να της σπάει τα νεύρα. Βέβαια, πλέον θα τον έβλεπε μόνο στις γιορτές και άντε κανένα Σαββατοκύριακο μιας και θα έμενε με τον πατέρα τους στην Αθήνα, για να τελειώσει τις σπουδές τους. Την πρώτη μέρα που κοιμήθηκαν σε αυτό το σπίτι, ακόμα και αν είχαν μείνει αρκετές φορές στο παρελθόν, της φάνηκε σαν να ήταν ξένο. Είχε σηκωθεί και είχε χτυπήσει την πόρτα του αδερφού της. Του είχε ζητήσει άμα γινόταν να κοιμόταν στο δωμάτιο του. Είχαν ξαπλώσει μαζί στο ημίδιπλο κρεβάτι του και κοιμήθηκαν αγκαλιά, όπως όταν ήταν μικρά. Δεν μπόρεσε να της χαλάσει το χατίρι όταν είδε τα πρισμένα μάτια της και την κατακόκκινη μύτη της. Μπορεί τις περισσότερες φορές να ήταν βλάκας αλλά τον αγαπούσε.

Έριξε την σκάλα που κρεμόταν από το ταβάνι και με δυσκολία ανέβασε το κουτί στην σοφίτα. Κοίταξε το μισοσκότεινο δωμάτιο ανατριχιάζοντας από την υγρασία. Βρήκε τον διακόπτη και μια λάμπα φθορίου, τουλάχιστον δέκα χρονών, άναψε ρίχνοντας περισσότερες σκιές από ότι φως στο δωμάτιο. Ήταν τόσο βρώμικα που σκόνη χόρευε στον αέρα ενώ ταυτόχρονα κάλυπτε ότι υπήρχε στο πάτωμα. Την έπιασε ένα βήξιμο. Κάτι κουνήθηκε στην άκρη του ματιού της. Μια στριγκλιά σκάλωσε στον λαιμό της. Πισωπάτησε. Τα πόδια της μπλέχτηκαν σε κάτι παράταιρα καλώδια και κατέληξε με τον πισινό στο ξύλινο πάτωμα σηκώνοντας ένα ακόμα στρώμα σκόνης στην ατμόσφαιρα. Το βήξιμο δυνάμωσε.

Σηκώθηκε με δυσκολία, βρίζοντας κάτω από την ανάσα της, όταν το βλέμμα της έπεσε σε ένα ξύλινο μικρό κουτάκι κρυμμένο πίσω από κάτι πράγματα. Είχε σκαλισμένα τριαντάφυλλα σε όλα τα μεγέθη. Ήταν πανέμορφο. Το πλησίασε και το σήκωσε στα χέρια της. Είχε μια μεταλλική κλειδαριά και ευχήθηκε να μην είναι κλειδωμένο. Η ευχή της εισακούστηκε. Το κουτί ήταν ξεκλείδωτο.

Μέσα υπήρχαν κιτρινισμένα χαρτιά, που μόνο όταν τα πήρε στα χέρια της ανακάλυψε ότι ήταν φάκελοι. Πάνω τους με καλλιτεχνικά γράμματα έγραφαν μια διεύθυνση που δεν είχε ξαναδεί, ή έστω δεν θυμάται να είχε πάει ποτέ. Στον παραλήπτη είχε το όνομα «Ρωμαίος» και στο όνομα του Αποστολέα «Ιουλιέτα». Η περιέργεια την κατέκλυσε αμέσως. Κοίταξε και τα υπόλοιπα. Έγραφαν ακριβώς τα ίδια στοιχεία. Έφερε ένα σκαμπουδάκι προς το μέρος της, το οποίο ξεσκόνισε όσο πιο καλά μπορούσε, και έκατσε. Άνοιξε ένα ένα τα γράμματα ψάχνοντας το πρώτο. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να ψάχνει ξένα πράγματα. Ήξερε ότι αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της. Ή περιέργεια είχε πάρει το έλεγχο του σώματος της. Άρχισε να διαβάζει το γράμμα.

20 Αυγούστου 1945

Αγαπημένε μου,

Είναι αστείο που περνάω τις ώρες μου σκεπτόμενη εσένα. Είναι αστείο που το μόνο που θέλω είναι να σε δω, να σε αγγίξω. Θέλω να μου χαμογελάσεις όπως είχες κάνει όταν πρωτογνωριστήκαμε στο πάρκο. Θυμάσαι; Με είχες πλησιάσει και είχες πει ότι δεν είχες δει ομορφότερη γυναίκα στην ζωή σου. Δεν είχα απαντήσει, απλά είχα κάνει μεταβολή και απομακρυνόμουν. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι θα ήσουν ένας μεγάλος μπελάς. Είχες τρέξει. Είχες πιάσει τον καρπό μου. Με είχες γυρίσει προς το μέρος σου. Χαμογέλασες. Αυτό το χαμόγελο με έκανε να σε ερωτευτώ. Ούτε τα λόγια σου ούτε η γοητεία σου… αλλά αυτό το χαμόγελο. Το χαμόγελο που φώτιζε όλο το πρόσωπο σου. «Δεν μου είπες πως σε λένε» είχες πει. «Ρόζα» σου είχα απαντήσει. «Ρόζα» επανέλαβες κάνοντας το να ακούγεται σαν να είναι ότι πιο πολύτιμο υπάρχει στον κόσμο. «Ρόζα» είχα επαναλάβει ξανά εγώ, αλλά από εμένα ακούστηκε τόσο συνηθισμένο. Πάντα μου άρεσε ο τρόπος που έλεγες το όνομα μου. Ο τρόπος που τόνιζες ότι είμαι φτιαγμένη από τα ομορφότερα τριαντάφυλλα, αλλά όχι αδύναμη. Τα αγκάθια μου τρύπαγαν πιο βαθιά και από βελόνες. Τελικά είχες άδικο, ήμουν αδύναμη… είμαι αδύναμη. 

Περνάω τις ώρες μου σε αυτό το γκρίζο δωμάτιο με την ελπίδα ότι θα έρθεις να με δεις. Έστω και για λίγα δευτερόλεπτα, αρκεί να δω το πρόσωπο σου… το χαμόγελο σου. Δεν εμφανίζεσαι όμως στην πόρτα όπως ονειρεύομαι κάθε βράδυ. Θα μπορούσα να απογοητευτώ. Θα μπορούσα να θυμώσω αλλά σε καταλαβαίνω και εκνευρίζομαι με τον εαυτό μου. Ούτε εγώ θα ήθελα να με δω ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι πιο ωχρή και από νεκρό. Τα μάτια μου έχουν μόνιμα μαύρους κύκλους και έχουν μπει μέσα στο κρανίο μου. Πλέον μπορώ να δω και να μετρήσω κάθε κόκαλο του κορμιού μου. Χτες έσπασα τον καθρέφτη με την γροθιά μου. Γέμισα τα πάντα αίματα. Ήρθαν και μου έδεσαν τα χέρια με γάζες. Έφεραν ψυχολόγο. Είπαν κάτι για κατάθλιψη εξαιτίας της ασθένειας. Ποιας ασθένειας; Ποια κατάθλιψη; Δεν μπορώ να καταλάβω τι λένε. Όλα είναι μια άσχημη βαβούρα στα αυτιά μου και μέσα από το βουητό ακούω την φωνή σου να φωνάζει το όνομα μου. Άμα το έλεγα σε κάποιον άλλον θα με έλεγε τρελή, αλλά το λέω σε σένα γιατί ξέρω ότι θα με καταλάβεις. Ελπίζω ότι θα με καταλάβεις.

Έχει πάει αργά και το κερί δεν βοηθάει για να συνεχίσω να σου γράφω. Σου υπόσχομαι ότι θα γίνω καλά ώστε να έρθω να σε βρω. Ελπίζω να με σκέφτεσαι.

Πάντα δικιά σου

Τα μάτια της Μελίνας γούρλωσαν. Αυτά ήταν ερωτικά γράμματα. Αλλά από ποιον; Σε ποιον; Ποιος είναι ο Ρωμαίος; Ποια είναι η Ρόζα και γιατί είχε υπογράψει απέξω σαν «Ιουλιέτα»; Τόσες ερωτήσεις τριγύριζαν το μυαλό της. Έπιασε το επόμενο γράμμα.

Συνεχίζεται…

14 σκέψεις σχετικά με το “#story: Γράμματα από το παρελθόν (Μέρος 1)

  1. Θα πω κάτι: μου θύμισες λίγο τον εαυτό μου όταν πρωτοξεκίνησα να γράφω κι εγώ μικρές ιστορίες και διηγήματα, λογικά μαντεύω περίπου στην ηλικία σου (αν και δεν παίζει να έχουμε μεγάλη διαφορά-όχι ότι αυτό λέει κάτι για το ύφος κάποιου όσον αφορά το γράψιμο βεβαίως). Με λίγα λόγια, αυτό είναι το πρώτο πράγμα που με χαροποίησε πολύ. Δεύτερον, προφανώς η ίδια σου η ιστορία, αυτό το μικρό απόσπασμα που κάνει παύση σκανταλιάρικα τη σωστή στιγμή 😀 Πάω απευθείας στη συνέχεια προφανώς.. !

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε