#story: Η Λίμνη

Ήταν ένα βράδυ του Αυγούστου κοντά στην ρεματιά ήρθε για να την δει να πλένεται στα κρύα νερά της. Τα κόκκινα μαλλιά της έπλεαν πάνω στο νερό σαν αίμα. Η λευκή επιδερμίδα της έλαμπε αψεγάδιαστη κάτω από το φως του φεγγαριού. Κάθε βράδυ του Σαββάτου ερχόταν και απολάμβανε το κρύο νερό της ρεματιάς. Πριν από τρία Σάββατα το ανακάλυψε και εκείνος. Από τότε έρχεται και την παρακολουθεί να περνάει το κρύο νερό σε όλο της το γυμνό σώμα και να τραγουδάει. Το πιο μαγευτικό τραγούδι που είχε ακούσει στην ζωή του. Όταν την άκουγε η καρδιά του αγαλλίαζε, το μυαλό του γινόταν πιο ελαφρύ, η μέθη διαπερνούσε όλο το κορμί του. Σαν να ήταν ναρκωτικό είχε εθιστεί σε εκείνη. Τα μάτια της είχαν το χρώμα του πάγου και με φροντίδα έλεγχαν κάθε σημείο του σώματός της. Όταν η λάμψη του φεγγαριού στεκόταν πάνω σε αυτήν την θεία παρουσία τα μάτια της αντικατόπτριζαν το σκούρο μπλε του νερού. Τα χείλια της ήταν κόκκινα σαν τα μούρα που μάζευαν οι νοικοκυρές από τους θάμνους γύρω από την ρεματιά. Η σιλουέτα της διαφαινόταν στο νερό και την έκανε να μοιάζει με αιθέριο πλάσμα. Η ύπαρξή της κάθε βράδυ τον φώναζε να την πλησιάσει. Ήθελε να την ακουμπήσει. Ήθελε να την φιλήσει. Ήθελε, και μάρτυς του το φεγγάρι, να την κάνει δικιά του και μόνο δικιά του.

Μέσα στην γαλήνη της νύχτας, που έπεφτε αργά στο χωριό και χρωμάτιζε τον ουρανό με θερμά πορτοκαλί και μωβ χρώματα, αυτό το Σάββατο έφτασε στο τέλος του αλλά όχι για το σαγηνεμένο αγόρι. Πλησίασε για μια ακόμα φορά την ρεματιά. Για πρώτη φορά το αυτί του έπιασε λόγια μέσα στην μελωδία της νεράιδας του. «Έλα.. Έλα σε μένα». Τρομαγμένος κρύφθηκε πίσω από τον τεράστιο θάμνο γεμάτο με μούρα. Μούρα! Κόκκινα σαν τα χείλη της. Τα χείλη της… Εκείνη. «Έλα… Έλα σε μένα… Μην φοβάσαι». Άκουσε καλά; Η αιθέρια ύπαρξη μπροστά του τον καλούσε μαζί της. Βγήκε από την κρυψώνα του και πλησίασε στη ρεματιά. Τα μάτια της συνάντησαν το βλέμμα του. Δεν φαινόταν αναστατωμένα ή έστω γεμάτα ντροπή. Ήταν ήρεμα. Ήταν γλυκά. Δεν ήταν μπλε του πάγου αλλά χρυσά της φωτιάς. Του χαμογέλασε. Η καρδιά του έχασε έναν χτύπο. Βγήκε από το νερό. Το σώμα της ήταν πιο ωραίο από ότι φανταζόταν. Θύμιζε άγαλμα κάποιου αρχαίου Έλληνα γλύπτη. Το στήθος της στητό τον προσκαλούσε να το ακούμπησε. Τα πόδια της γραμμωμένα σαν ο γλύπτης να τα είχε σκαλίσει έτσι ώστε να σου δίναν την ψευδαίσθηση του γυμνασμένου σώματος. Τα μαλλιά της έπεφταν ανεπαίσθητα πάνω στο στέρνο της χωρίς να δείχνουν ίχνος υγρασίας. Δεν είχε μειονεκτήματα. Δεν είχε φθορές. Ήταν αρκετά τέλειο για να είναι αληθινό.

Τον πλησίασε. Τα κόκκινα μαλλιά της χάιδεψαν τον ώμο του και ένα μυρμήγκιασμα άρχισε να απλώνεται στο κορμί του. Τα χείλια της πλησίασαν τα δικά του. Γύρισε το κεφάλι της στο πλάι. Έκλεισε την απόσταση ακουμπώντας τα χείλια της στον λαιμό του. Ένας πόνος τον διαπέρασε. Την κοίταξε και ο τρόμος ζωγράφισε το πρόσωπό του. Τον είχε δαγκώσει. Μασούλαγε την σάρκα του. «Γιατί» ψέλλισε πριν τα γόνατά του τον εγκαταλείψουν και πέσει στο έδαφος. Η γυναίκα γέλασε δυνατά. Το γέλιο της δεν έμοιαζε με την μελωδική φωνή που άκουγε πριν από λίγο. Ήταν σαν νύχια πάνω σε μαυροπίνακα. Την κοίταξε τρομοκρατημένος. Του έπιασε το κεφάλι και το γύρισε δυνατά στο πλάι. Κράτς. Το άψυχο σώμα του έπεσε στο έδαφος με έναν ανεπαίσθητο γδούπο. Τον έπιασε από τα μαλλιά και τον έσυρε σε μια σειρά από βράχους. Κούνησε το χέρι της στο αέρα και το έδαφος σείστηκε . Οι βράχοι άρχισαν να κουνιούνται και να κάνουν στην άκρη δημιουργώντας ένα πέρασμα. Οι γυναίκα χάθηκε πίσω από τους βράχους που έκλεισαν εξαφανίζοντας κάθε ένδειξη της παρουσίας της.

Δεν άκουσαν ξανά για εκείνον στο χωριό.


Twitter
FacebookRSSRSSRSSWattpad

10 σκέψεις σχετικά με το “#story: Η Λίμνη

Σχολιάστε