Για τον διαγωνισμό Φαntasticwords 2018, στα πλαίσια του Φαntasticon 2018, με θέμα «Πύλες», έγραψα το διήγημα «Μετά…».
Μιλάει για μια κοπέλα που πέθανε και πήγε στον «Παράδεισο». Εκεί γνωρίζει έναν άγγελο, τον Πέτρο, ο οποίος την πηγαίνει στην δίκη για την ζωή της, ώστε να καθοριστεί άμα θα μείνει στον Παράδεισο ή θα πάει στην Κόλαση. Όμως δεν είναι όλα τόσο απλά όσο νομίζει.
Θα ανεβεί σε μέρη. Καλή ανάγνωση!
~Αυτό αποτελεί στο Μέρος 3~
Τα πόδια της μαρμάρωσαν. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει στο μέτωπό της. Ο Πέτρος της έτεινε το χέρι του. Δίστασε αρχικά αλλά τον άφησε να την οδηγήσει στην σκηνή. Όταν έφτασαν την άφησε απότομα και έφυγε μπροστά ανεβαίνοντας με δύο δρασκελιές τα πέντε σκαλιά που οδηγούσαν στην σκηνή. «Σας παρουσιάζω την Ευρυδίκη Παπά». Το πρόσωπο του σοβάρεψε ξαφνικά. «Άργησες» ο άντρας στο κέντρο απευθύνθηκε στον Πέτρο και η έκφρασή του σκλήρυνε. «Έπρεπε να την ενημερώσω για…». «Η δουλειά σου είναι να την οδηγήσεις μέχρι εδώ» τον διέκοψε ο άντρας στο κέντρο. «Συγνώμη» ο Πέτρος κατέβασε το κεφάλι του. Την κοίταξε απολογητικά καθώς την άφηνε μόνη της και πήγε να σταθεί στην αριστερή θέση. Εκείνη τον κοίταξε σαστισμένη.
«Είμαστε εδώ για να εξετάσουμε την ζωή της Ευρυδίκης Παπάς. Παρουσιάσου» όλη η αίθουσα την κοίταξε. Δεν ήξερε τι να πει. «Παρουσιάσου» επανέλαβε. «Δηλαδή;» ρώτησε εκείνη. Ο άντρας στο κέντρο την κοίταξε επικριτικά αλλά δεν μίλησε. Αντίθετα άρχισε ο άντρας στα δεξιά να μιλάει.
«Όνομα;». «Ευρυδίκη Παπά».
«Ηλικία;». «Δεν σας έχουν πει ότι δεν είναι σωστό να ρωτάτε την ηλικία μιας κυρίας;». Ο Πέτρος έπνιξε ένα γέλιο. «Ηλικία;». Μάλλον δεν έπιασε το αστείο… σκέφτηκε εκείνη. «24 ετών».
«Επάγγελμα». «Συντηρήτρια Έργων Τέχνης. Αυτήν την εποχή δουλεύω, μάλλον δούλευα, σε…». «ΑΡΚΕΤΑ» την διέκοψε ο άντρας στην μέση, ο οποίος άρχισε σοβαρά να την εκνευρίζει.
«Ξέρεις γιατί είσαι εδώ;». Η ερώτηση την σάστισε. Κοίταξε τον άντρα στα δεξιά σαν να ήταν χαζός. Εκείνος αποφάσισε ότι δεν θα περίμενε την απάντηση της. «Για να εξεταστούν οι αμαρτίες που έκανες στη ζωή σου. Μιας και είσαι χριστιανή ορθόδοξη θα εξεταστείς σαν μία». Τους κοίταζε αμίλητη. «Ας αρχίσουμε» είπε ο άντρας στην μέση. Ένα πανί άρχισε να κατεβαίνει από πίσω τους. Ακούστηκε ένα παλιό μηχάνημα προβολής ταινιών να παίρνει μπρος.
Σαν νερό άρχισαν να περνάνε πάνω στο πανί σκηνές από την ζωή της. Εκεί ήταν και έβλεπε τον εαυτό της τριών ετών να την παίρνει αγκαλιά η μητέρα της και να της σιγοτραγουδάει για να σταματήσει να κλαίει. Τώρα ο έβλεπε τον πατέρα της να της μαθαίνει ποδήλατο. Πρώτη μέρα στο δημοτικό. Πρώτη μέρα στο γυμνάσιο. Το πρώτο της φιλί στο αφιέρωμα για τους Rolling Stones. Τότε το έπαιζε ροκ και φόραγε μόνο t-shirt και σορτσάκια πάντα με ένα πουκάμισο δεμένο στην μέση ή φορώντας σκισμένα τζιν. Αυτή η τάση την ακολούθησε μέχρι και το δεύτερο έτος. Τότε άρχισε να φοράει τα πουκάμισα και όχι απλά να τα δένει στην μέση της. Το πρώτο της ραντεβού παιζόταν τώρα και έβλεπε τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα της μετά από το φιλί. Ο Δημήτρης ο πρώτος της έρωτας. Πόσο άδοξο τέλος. Να τη τώρα έκλαιγε για αυτό το άδοξο τέλος. Η ημέρα που πέθανε η γιαγιά της. Πόσο έκλαψε τότε. Τα χρόνια στο πανεπιστήμιο. Πόσο ανέμελα χρόνια. Τα αγόρια που είχε πέρναγαν ένα ένα από μπροστά της.
Τώρα έβλεπε το πρώτο της μεθύσι. Μόνο τώρα απέστρεψε το βλέμμα της καθώς ένιωσε την ντροπή να κοκκινίζει το πρόσωπο της. Τότε είχε μεθύσει τόσο πολύ που είχε πάρει τηλέφωνο το αγόρι που της άρεσε τότε. Του είχε πει να έρθει να την πάρει γιατί της έλειπε πολύ. Μόλις όμως έφτασε ανήσυχος για το τι έγινε εκείνη ξέρασε πάνω στα καινούργια του παπούτσια. Βέβαια αυτός την πήρε αγκαλιά, την πήγε σπίτι της, ακόμα και για ύπνο την έβαλε. Όμως εκείνη δεν μπορούσε να τον ξανακοιτάξει στα μάτια.
Τώρα έβλεπε τον εαυτό της να παίρνει το πτυχίο της. Μετά πήγαν σε ένα μπαράκι κοντά στην σχολή. Την μέρα που πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης. Ποτέ όμως δεν πήρε πραγματικά το αυτοκίνητο γιατί το χρειαζόταν ο πατέρας της για να πηγαινοέρχεται στην δουλειά ή η μητέρα της για να πηγαίνει για ψώνια. Στην σκέψη των γονιών της ένας σφάχτης την χτύπησε στην κοιλιά και τα μάτια της βούρκωσαν. Τώρα μάλλον θα κλαίνε για εκείνη, για τον χαμό της. «Αχ μητέρα, συγνώμη που έφυγα πριν από σένα» ψιθύρισε. Κανείς δεν την άκουσε εκτός από τον Πέτρο την κοίταγε τόση ώρα. Δεν κοίταξε ούτε μια στιγμή την «εξέταση» της. Κοίταζε μόνο εκείνη. Ένιωσε τα μάγουλα της να παίρνουν φωτιά και τα μάτια της να στεγνώνουν.
Τώρα το έδειχνε. Έδειχνε αυτό που δεν θυμόταν. Έδειχνε το ατύχημα. Είδε τον εαυτό της να μιλάει στο τηλέφωνο με την Ιωάννα, μια φίλη της από την σχολή. Κανόνιζαν να πάνε το βράδυ για ποτό να θυμηθούν τα παλιά αλλά και να σχολιάσουν τα καινούργια. Έκλεισε το τηλέφωνο και το έβαλε στην τσέπη του τζιν της, το οποίο ήταν γεμάτο μπογιές. Τώρα θυμάται ότι είχαν αποκαταστήσει έναν πίνακα και είχε βαφτεί και εκείνη μαζί όπως πάντα. Κατέβηκε από το λεωφορείο. Κοίταξε την αφίσα χαμογελώντας για την τρελή αυτή νύχτα όπως έκανε κάθε πρωί και απόγευμα. Πήγε να περάσει το δρόμο. Εκείνη την στιγμή το πράσινο ανθρωπάκι έγινε κόκκινο. Το κόκκινο φανάρι έγινε πράσινο. Ένα αυτοκίνητο ερχόταν με φόρα και δεν σταμάτησε. Άκουσε την κόρνα. Άκουσε τον ήχο της σύγκρουσης. Έκλεισε τα μάτια της ασυναίσθητα. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Ο Πέτρος έτρεξε δίπλα της και την πήρε αγκαλιά.
«Αυτή ήταν η ζωή της Ευρυδίκης Παπά» άκουσε τον άντρα στην μέση να λέει. Κατάλαβε ότι ήταν αυτός γιατί είχε πιο μπάσα φωνή. «Θάνατος από τροχαίο» ακούστηκε η άτονη φωνή του άντρα που βρισκόταν στα δεξιά. «Πέρασε λιπόθυμη την πύλη προς την μεταθανάτιο ζωή» συνέχισε να λέει. «Ετυμηγορία;» κοίταξε τον άντρα στη μέση. «Παράδεισος. Δεν υπήρχε αμφιβολία για μια τόσο αθώα νεαρή ψυχή» κοίταξε την Ευρυδίκη «η ηλικία των εικοσιτεσσάρων, είναι μια πολύ μικρή ηλικία ώστε ο άλλος να έχει διαπράξει τέτοιες αμαρτίες για να περάσει στην κόλαση». Η φωνή του άντρα στην μέση ήταν ευγενική. Την κοίταζε με οίκτο. Εκείνη δεν μπορούσε να κοιτάζει τα δύο μεγάλα κάτασπρα μάτια του για αυτό έτεινε το κεφάλι της προς το πάτωμα. «Γιατί τότε την βάλατε να περάσει αυτήν την διαδικασία» φώναξε θυμωμένα ο Πέτρος. Όταν κουνήθηκε συνειδητοποίησε η Ευρυδίκη ότι είχε γραπωθεί από την μπλούζα του. «Γιατί δεν είμαστε εδώ να εξετάσουμε την Ευρυδίκη αλλά να δικάσουμε τον φύλακα άγγελο της».
Κοίταξε απότομα τον Πέτρο με μια έκφραση ερωτηματική. Όταν τον είδε σάστισε. Τα μάτια του είχαν μεγαλώσει από την έκπληξη και μια υποψία τρόμου αλλά και θυμού κρυβόταν στο βλέμμα του. «Τον φύλακα άγγελο μου;» τραύλισε. «Γιατί αμέλησε να προσέχει τον άνθρωπο που έπρεπε να προστατεύει με αποτέλεσμα τον θάνατο του. Τι έχεις να πεις για αυτές τις κατηγορίες Πέτρο;». Η Ευρυδίκη είδε κάθε υποψία αίματος να χάνεται από το πρόσωπο του Πέτρου. Έκπληκτη τράβηξε τα χέρια της από πάνω του. Εκείνος έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, ενώ ταυτόχρονα εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω. «Πέτρο;» τον ρώτησε με την φωνή της να ραγίζει.
«Δεν αμέλησα να την προσέχω» φώναξε. «Την πρόσεχα περισσότερο από ποτέ. Για να μην πάθει κάτι ακόμα και στην» σταμάτησε απότομα να μιλάει. «Στην γη;» συμπλήρωσε ήρεμος ο άντρας στην μέση με την αγριάδα ορατή στην φωνή του «μήπως αυτός θέλεις να πεις;». Ο Πέτρος δεν μίλαγε δεν σάλευε.
«Ο Φύλακας Άγγελος Αδελφός Πέτρος πέρναγε συχνά την πύλη προς τον μεσαίο κόσμο, ή όπως την λέτε εσείς γη, για να συναντιέται δήθεν τυχαία με την Ευρυδίκη Παπά. Το οποίο είχε ως συνέπεια να μην μπορεί να την προστατέψει σωστά. Έχει να πεις κάτι για τον εαυτό σου;»
«Την προστάτευα».
«Πέθανε» φώναξε ο άντρας στην μέση. «Πέτρο τι είναι αυτά που λέει;». «ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΑ» φώναξε ο Πέτρος. «ΠΕΘΑΝΕ» φώναξε ξανά ο άντρας στην μέση. «Δεν….δεν…» ψέλλισε εκείνος.
Η ταινία ξεκίνησε με ένα γδάρσιμο. Έδειξε την Ευρυδίκη πεσμένη στο πάτωμα αιμόφυρτη. Ένα ξανθό αγόρι έτρεξε προς το μέρος της. Άρχισε να φωνάζει για βοήθεια και κοίταζε συνεχώς τον σφυγμό της. Ήταν ο Πέτρος. Ένα πέπλο πόνου είχε καλύψει το πρόσωπο του. Τα μάτια του κόκκινα έτρεχαν ασταμάτητα. Η Ευρυδίκη κοίταξε τον Πέτρος. Εκείνος δεν αντιγύρισε το βλέμμα. Κοίταζε την οθόνη με πόνο. «Οι πύλες προς τον μεσαίο κόσμο δεν είναι για να της εκμεταλλεύεσαι για προσωπικού λόγους. Έχουμε μια δουλειά να κάνουμε. Είμαστε φύλακες άγγελοι. Είμαστε εδώ για έναν σκ….».
«Την αγαπούσα» ψέλλισε. «Την αγαπώ… την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που την ανέλαβα. Με τα γέλια της. Τους χορούς της. Που καθόταν και τραγούδαγε στο δωμάτιο της σαν να είναι σε συναυλία. Όταν ζωγράφιζε και έφευγαν τα μαλλιά της από τον κότσο της και έπεφταν στα μάτια της ήθελα να απλώσω το χέρι μου και να τα μαζέψω. Δεν περίμενα ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο. Δεν το περίμενα… Δεν το περίμενα» δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Σιωπή. «Αυτή είναι η απολογία μου».
Τα χέρια της έτρεμαν. Τα πόδια της δεν άντεχαν και τα επόμενα λόγια έκαναν το αίμα της να παγώσει.
«Επειδή ήταν ο λόγος να καταλήξεις εδώ. Εσύ θα πάρεις την απόφαση για την τιμωρίας του. Διάλεξε αριστερή ή δεξιά πόρτα».
Έψαχνε το βλέμμα του αλλά εκείνος δεν την κοίταζε. Έτρεμε ολόκληρη. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε τι θέλει. Έβλεπε το αγόρι μπροστά της που έκλαιγε. Έβλεπε το ίδιο αγόρι στο πανί να την κρατάει αγκαλιά. Ήταν νεκρή εξαιτίας του. Ήταν νεκρή επειδή δεν έκανε την δουλειά του. Ήταν νεκρή επειδή την αγαπούσε. Ο Πέτρος είχε κλείσει τα μάτια του. Περίμενε την ετυμηγορία.
«Στην αριστερή» είπε μετά από μια στιγμή που φάνηκε αιώνας. . «Συγνώμη» του ψιθύρισε. Ο Πέτρος την κοίταξε σαστισμένος. «Δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς» της χαμογέλασε αδύναμα.
Η αριστερή πόρτα άνοιξε. Στο εσωτερικό δεν μπορούσες να δεις τίποτα από το σκοτάδι. Έβγαζε μια ζέστη. Ζέστη και θάνατο. Ο Πέτρος την πλησίασε. Έβαλε το χέρι του στο μάγουλο της. Έσκυψε και της έδωσε ένα γρήγορο φιλί. «Εγώ συγνώμη» είπε πριν αρχίσει να τον ρουφάει η τρύπα. Προσπάθησε να τον κρατήσει. Βύθισε τα νύχια της στο δέρμα του. Κράταγε με λύσσα την μπλούζα του. Τίποτα δεν ήταν αρκετό για να τον κρατήσει. Τα χέρια του ξέφυγαν από τα δικά της. Η τρύπα τον ρούφηξε.
Έτρεξε πίσω του. Δεν πρόλαβε. Η πόρτα έκλεισε. Εκείνος χάθηκε. Εκείνη ήταν ακόμη νεκρή.
The End….
Ελπίζω να σας άρεσε. Αφήστε ένα σχόλια και κάντε κανένα like. Άμα σας άρεσε αυτό με την ιστορία τότε πείτε μου να το ξέρω για να το ξανακάνω! Μέχρι την επόμενη φορά σας φιλώ ❤
Δες επίσης:
Part 1
Part 2