#story: Μετά… (2/3)

tumblr_p3189gzmze1uocsx1o2_r1_500

Για τον διαγωνισμό Φαntasticwords 2018, στα πλαίσια του Φαntasticon 2018, με θέμα «Πύλες», έγραψα το διήγημα «Μετά…».

Μιλάει για μια κοπέλα που πέθανε και πήγε στον «Παράδεισο». Εκεί γνωρίζει έναν άγγελο, τον Πέτρο, ο οποίος την πηγαίνει στην δίκη για την ζωή της, ώστε να καθοριστεί άμα θα μείνει στον Παράδεισο ή θα πάει στην Κόλαση. Όμως δεν είναι όλα τόσο απλά όσο νομίζει.

Θα ανεβεί σε μέρη. Καλή ανάγνωση!

~Αυτό αποτελεί στο Μέρος 2~

Άρχισε να παίζει άβολα με τα χέρια της. Συνήθεια που είχε από τότε που ήταν μικρή. Άμα αγχωνόταν ή ένιωθε άβολα ή ακόμα και άμα βρισκόταν σε μια κατάσταση που δεν γνώριζε απλά έπαιζε με τα χέρια της. Η μητέρα της όταν ήταν μικρή την μάλωνε γιατί έλεγε ότι δεν είναι τρόποι για μια κυρία να παίζει με τα χέρια της μπροστά σε άλλους, άσε που έδειχνε και ασέβεια. Τώρα γιατί έδειχνε ασέβεια δεν μπορούσε να καταλάβει. Ποτέ όμως δεν σταμάτησε να μπλέκει τα χέρια της, να τα ξεμπλέκει και πάλι από την αρχή. Ο Πέτρος το πρόσεξε και το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλια του. «Νιώθεις άβολα ή είσαι αγχωμένη;». Σταμάτησε να παίζει με τα χέρια της. «Είμαι αγχωμένη». «Γιατί;». «Που με πας;». Σταμάτησε και την κοίταξε σαστισμένος. «Εμ.. δεν σου είπα;». «Εμ… όχι;». «Συγνώμη» συνέχισε να περπατάει. Δεν κατάλαβε γιατί της ζήτησε συγνώμη.

«Πάμε στον μεγάλο οίκο» η φωνή του γέμισε χαρά. «Μεγάλο οίκο;». «Οίκος της Δικαιοσύνης ονομάζεται αλλά το αποκαλούμε και μεγάλο οίκο». «Οίκος της δικαιοσύνης;» τον κοίταξε παραξενεμένη. «Ναι! Εκεί πάνε όλοι οι νεοαφιχθέντες για να εξεταστούν οι ζωές τους». «Να εξεταστούν;». «Άμα πρέπει να περάσουν στον Παράδεισο ή να πάνε κάτω». «Κάτω;». «Στον κάτω κόσμο». Σιωπή. «Ή κόλαση… όπως και να τον λένε» συνέχισε.

Σταμάτησε να περπατάει. «Θα μπορούσες να με ενημερώσεις ότι πάμε στην δίκη μου». «Μην το βλέπεις έτσι. Μπορείς να απολογηθείς για αυτά που έκανες, άμα έκανες κάτι, αλλιώς δεν θα εξέταζαν την ζωή σου». «Δίκαζαν». «Εξέταζαν» ακούστηκε πιο σοβαρός αλλά δεν κράτησε πολύ, χαμογέλασε σχεδόν αμέσως.

«Τι είσαι εσύ;». «Φύλακας Άγγελος» απάντησε σαν να είναι κάτι το αυτονόητο. «Δικός μου;» ρώτησε. Εκείνος δεν απάντησε. Επανέλαβε την ερώτηση αλλά και πάλι συνάντησε την σιωπή. Δεν ξανά ρώτησε. «Φτάσαμε» είπε μόνο.

Μπροστά του βρισκόταν ένα τεράστιο κτήριο που θύμιζε αρχαιοελληνικό ναό με κίονες δωρικού ρυθμού. Το κιονόκρανο είχε τέτοια καμπύλη και σχέδιο που θα μπορούσε μόνο να θυμίζει ιωνικό ρυθμό. Είχε κάνει εργασία στην σχολή της για ναούς που χρησιμοποιούσαν και τους δύο ρυθμούς κανένας όμως δεν θύμιζε σε μεγαλοπρέπεια με αυτό που έβλεπε μπροστά της. Ο καθηγητής της είχε βάλει 9 επειδή ξέχασε να του φέρει φωτοτυπημένες τις διαφάνειες. Ακόμα του κρατάει κακία. Συνέχισε να παρατηρεί την αρχιτεκτονική και ενώ θύμιζε ναό ήταν ένα κανονικό παραλληλόγραμμο κτήριο. Η πόρτα ήταν κάτασπρη αλλά δεν μπορούσες να μην προσέξεις τα χρυσά πόμολα που είχαν το σχήμα χεριών. Κοντοστάθηκε καθώς ο Πέτρος χτύπησε την πόρτα ρυθμικά. Η πόρτα άνοιξε αλλά δεν τον ακολούθησε που χάθηκε μέσα στο κτήριο. Ένιωσε ένα σφίξιμο. Ήθελε να πιστέψει ότι όλα ήταν όνειρο αλλά το ένιωθε τόσο πραγματικό… τόσο αληθινό γύρω της. «Θα έρθεις;» ρώτησε ο Πέτρος που στεκόταν πλέον στην πόρτα.

Από μακριά μπορούσες να διακρίνεις ότι κάτι δεν κόλλαγε στην χαλαρή συμπεριφορά του. Το κορμί του φαινόταν σφιγμένο. Το τεράστιο χαμόγελο του δεν παρέσυρε τα μάτια του, τα οποία την κοίταζαν επίμονα. Της έδιναν όμως την αίσθηση ότι γνώριζαν όλα τα μυστικά της. Μυστικά που ούτε η ίδια δεν ήξερε. Η παρουσία του φαινόταν τόσο οικεία σαν υπήρχε πάντα στην ζωή της. Δεν τον θυμόταν. Καθώς τον πλησίασε έκανε ξανά την ίδια ερώτηση. «Ο δικός μου φύλακας άγγελος;». Εκείνος πάλι δεν απάντησε απλά έφυγε μπροστά.

Μόλις μπήκε μέσα έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι. Ήταν γεμάτο ζωγραφισμένα Νέφελιμ και σύννεφα. Τα χρώματα ήταν τόσο ζωντανά και οι φιγούρες αρκετά αληθοφανείς. «Μιχαήλ Άγγελο» ψιθύρισε η Ευρυδίκη. «Τι;» την ρώτησε. «Μοιάζει με πίνακα του Μιχαήλ Άγγελο λέω». «Επειδή είναι» της χαμογέλασε. Τώρα παρέσυρε και τα μάτια του και το πρόσωπό του έλαμψε. Το στόμα της έχασκε ανοιχτό. Με μία κίνηση του χεριού του της έκλεισε παιχνιδιάρικα το στόμα. «Θα μπουν μύγες στο όμορφο στοματάκι σου». «Έχετε μύγες εδώ;». Γύρισε τα μάτια του προς τον ουρανό με αγανάκτηση.

Η Αίθουσα στην οποία βρίσκονταν φαίνονταν σαν ρεσεψιόν. Υπήρχε ένα γραφείο στην άκρη της αίθουσας αλλά κανείς δεν καθόταν εκεί. Υπήρχαν καναπέδες με καφέ βελούδο και τραπεζάκια γυάλινα και αυτά ήταν όμως κενά. «Που πήγαν όλοι;» ρώτησε περίεργη. «Οι εξετάσεις είναι κάτι σαν κοινωνικό γεγονός. Όλοι έρχονται να τις παρακολουθήσουν». «Δηλαδή είμαι το κοινωνικό γεγονός της χρονιάς;». «Πιο πιθανόν της ημέρας. Μπορεί και της ώρας. Ξέρεις πόσοι πεθαίνουν την ημέρα; Εκατοντάδες» γέλασε. Γέλασε και εκείνη. Πέρασαν σε ένα διάδρομο. Κρέμονταν πολυέλαιοι στο ταβάνι με διαφορά 3 μέτρα μεταξύ τους, γεμάτοι κρύσταλλα διάφανα στο σχήμα της στάλας.

Σταμάτησαν μπροστά σε μία τεράστια δίφυλλη ξύλινη πόρτα. Ο Πέτρος την κοίταξε. Φαινόταν ανήσυχος. Ένιωσε άλλο ένα σφίξιμο στο στομάχι της. Της έπιασε το χέρι. Πέρασε μια άγρια καστανή τούφα, που είχε πέσει μπροστά στα μάτια της, πίσω από το αυτί της. Της χάιδεψε το μάγουλο. Όλο το κορμί της είχε σφιχτεί. Τότε την αγκάλιασε. Την έσφιξε πάνω του ψιθυρίζοντας στο αυτί της να ηρεμήσει. «Όλα θα πάνε καλά» της είπε και η φωνή του ταξίδεψε σε όλο το κορμί της κάνοντας την να ανατριχιάσει. Έκλεισε τα μάτια της αφήνοντας την ζεστασιά του να την ηρεμήσει, μόνο τότε κατάλαβε ότι έτρεμε. «Σςςςς» της ψιθύρισε μέσα από στα μαλλιά της δημιουργώντας ένα καινούργιο κύμα ανατριχιάσματος να περνάει από το κορμί της. Ξεκόλλησε από πάνω της και κάρφωσε το βλέμμα του στα χείλη της. Η Ευρυδίκη έκανε ένα βήμα πίσω και χτύπησε στον τοίχο. «Αχ Ευρυδίκη» είπε μόνο και ένωσε τα χείλη του με τα δικά της. Εκείνη σφίχτηκε. Δεν ανταπέδωσε αμέσως αλλά αφέθηκε στην αίσθηση. Είχε γεύση κανέλας. Της άρεσε η κανέλα. Τραβήχτηκε μακριά του νιώθοντας άβολα. Δεν τον ήξερε καν δεν μπορούσε να τον φιλάει έτσι. Φάνηκε να ενοχλήθηκε αλλά δεν είπε τίποτα. Της χάιδεψε το μάγουλο και έφυγε μακριά της.

Πλησίασε την πόρτα και την χτύπησε δυνατά. Τρεις χτύποι. Όσες ανάσες χρειάστηκε για να πάρει θάρρος. Η πόρτα άνοιξε. Το εσωτερικό ήταν σαν ένα θέατρο και οι κόκκινες θέσεις ήταν γεμάτες με άτομα πάσης ηλικίας. Σε αυτό που υπέθεσε η Ευρυδίκη ότι είναι σκηνή υπήρχε ένα ξύλινο βάθρο με τρεις θέσεις. Στην μέση καθόταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα με κάτασπρα μαλλιά και κάτασπρα μακριά μούσια που ακουμπούσαν αμυδρά πάνω στο βάθρο. Δεξιά του καθόταν ένας ηλικιωμένος άντρας ξυρισμένος κόντρα με τις ρυτίδες του να δημιουργούν βουναλάκια σε όλο το μήκος του προσώπου του. Η αριστερή θέση ήταν άδεια. Αμέσως οι δύο άντρες γύρισαν το κεφάλι τους προς τα εκείνη.

To be continue…


Ελπίζω να σας άρεσε μέχρι στιγμής. Μέχρι την επόμενη φορά σας φιλώ ❤

Δες επίσης:
Part 1
Part 3

Μια σκέψη σχετικά μέ το “#story: Μετά… (2/3)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s